ανάλλαγος

ανάλλαγος
η , ο , ανάλλακτος, ος , ον
1) неизменённый; неизменяемый; , неизменный; 2) не меняющий белья, платья

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ανάλλαγος" в других словарях:

  • ανάλλαγος — ανάλλαγος, η, ο και ανάλλαχτος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει αλλάξει, αμετάβλητος, αναλλοίωτος: Τόσα χρόνια έχουν περάσει και είναι ανάλλαγος. 2. αυτός που δεν αλλάχτηκε, δεν αντικαταστάθηκε από κάτι άλλο: Γύρισε με το χαρτονόμισμα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάλλαγος — η, ο ο ανάλλακτος* …   Dictionary of Greek

  • -γος — [ΕΤΥΜΟΛ. Κατάληξη συνθέτων στερητικών επιθέτων με παθητική σημασία που δηλώνουν εκείνον που δεν έχει πάθει ό,τι εκφράζει το ρήμα. Το επίθημα σε γος εμφανίστηκε αρχικά σε επίθετα προερχόμενα από ουσιαστικά ή ρήματα που έχουν το γ στο θέμα τους… …   Dictionary of Greek

  • αναλλαγιά — η [ανάλλαγος] η αναλλαξιά* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»